- ἀηδόν
- ἀηδώνsongstressfem voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀηδόν' — ἀηδόνα , ἀηδών songstress fem acc sg ἀηδόνι , ἀηδών songstress fem dat sg ἀηδόνε , ἀηδών songstress fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιτιγόνιον — τὸ, Α είδος εντόμου παρόμοιου με το τζιτζίκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί μέσω αμάρτυρου τ. *τιτιγών (πρβλ. ἀηδών, τρυγών, χελιδών), με επίθημα ιον (πρβλ. αηδόν ιον,) από ρ. τιτίζω*, προϊόν ονοματοποιίας (πρβλ. τιττυβίζω, ψιθυρίζω)] … Dictionary of Greek
υβρίς — ίδος, ἡ, Α νυκτερινό σαρκοφάγο όρνεο, πιθανώς ο βύας ο μέγας, κν. γνωστός σήμερα ως μπούφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕβρις, με καταβιβασμό τού τόνου, πιθ. κατά το ἀηδον ίς] … Dictionary of Greek